- ακαζάνιαστος
- η , ο некипячёный;
ακαζάνιαστα ρούχα — бельё, не подвергшееся кипячению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακαζάνιαστα ρούχα — бельё, не подвергшееся кипячению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακαζάνιαστος — η, ο [καζανιάζω] αυτός που δεν μπήκε σε καζάνι, σε λέβητα, αυτός που δεν έβρασε «ακαζάνιαστα τσίπουρα», τα τσίπουρα που δεν μπήκαν σε καζάνι για απόσταξη … Dictionary of Greek
ακαζάνιαστος — η, ο αυτός που δεν μπήκε στο καζάνι: Είχε ακόμη ακαζάνιαστα αρκετά τσίπουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)